ἄνευρος
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ον, A without sinews, Hp.Mochl.41. 2 nerveless, slack, S.Ichn.143, Theopomp.Com.71, Arist.HA538b7 (Comp.), al.; νεῦρα ἄνευρα Phld.Ir.p.69 W.
Spanish (DGE)
-ον
1 medic. que no tiene tendones de partes del cuerpo humano, Hp.Mochl.41, Coac.501
•sin fuerza muscular ἄναρθρα γὰρ τὰ νέα μᾶλλον καὶ ἄνευρα Arist.GA 787b12, cf. HA 538b7.
2 fig. flojo, cobarde S.Fr.314.149
•flojo, débil Theopomp.Com.71, Phld.Ir.69, Chrysipp.Stoic.3.123.
German (Pape)
[Seite 227] (νεῦρον), ohne Sehnen; dah. schlaff, Theop. com. bei Poll. 2, 234 neben ἀνέντατος. Im Compar. Arist. physiogn. 5.
Russian (Dvoretsky)
ἄνευρος: не имеющий (ἄ. καὶ ἄναρθρος Arst.) или имеющий мало сухожилий (ἀνευρότερος καὶ μαλακώτερος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνευρος: -ον, ὁ ἄνευ νεύρων, Ἱππ. Μοχλ. 886. 2) ἀνειμένος, χαλαρός, ἄτονος, ἀδύνατος, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9˙ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 11, 12, καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνευρος, -ον)
ο χωρίς νεύρα ή τένοντες
νεοελλ.
μτφ. άτονος, χαλαρός, πλαδαρός.