βέβασαν
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
v. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pqp. Pass. de βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βέβασαν poët. indic. plqperf. 3 plur. van βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βέβᾰσαν: эп. 3 л. pl. ppf. к βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
βέβᾰσαν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
Greek Monotonic
βέβᾰσαν: συγκεκ. τύπος αντί ἐβεβήκεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του βαίνω.