εὐθυθάνατος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[θᾰ], ον, quick-killing, mortal, πληγή Plu.Ant.76.
German (Pape)
[Seite 1070] sogleich tödtend, πληγή, Plut. Ant. 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause la mort sur-le-champ.
Étymologie: εὐθύς, θάνατος.
Russian (Dvoretsky)
εὐθῠθάνᾰτος: причиняющий немедленную смерть, убивающий наповал (πληγή Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυθάνατος: -ον, ταχέως φονεύων, θανάσιμος, πληγὴ Πλουτ. Ἀντών. 76.
Greek Monolingual
εὐθυθάνατος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θάνατος.
Greek Monotonic
εὐθυθάνᾰτος: -ον, αυτός που σκοτώνει γρήγορα, που επιφέρει άμεσο, θανάσιμο πλήγμα, σε Πλούτ.