δύσκρατος
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
ον, of bad temperament, ἀήρ Str.2.3.1, cf. Gal.9.912. Adv. δυσκράτως Id.10.518; διακεῖσθαι Ps.-Plu.Vit.Hom.202.
Spanish (DGE)
-ον
I 1destemplado ref. al clima ὁ ἀήρ, op. εὔκρατος Str.2.3.1, τὰ παρακείμενα τῇ δυσκράτῳ (οἰκουμένῃ) Str.17.2.1
•medic. νόσημα δύσκρατον enfermedad debida a alguna intemperancia Gal.7.2, de partes del cuerpo τὸ μέρος τῆς πλευρᾶς Steph.in Hp.Progn.220.26
•de los planetas, subst. οἱ δύσκρατοι los que producen intemperancia e.d. días de mal tiempo, op. οἱ εὔκρατοι Gal.9.912.
2 fisiol. que ha perdido su κρᾶσις natural, que no conserva el equilibrio, no temperado εἰ μὲν ... τὸ ἔμφυτον θερμὸν ... δ. γέγονε Steph.in Hp.Progn.132.31.
II adv. -ως con destemplanza δ. ἔχειν estar destemplado τὰ στερεὰ μόρια Gal.10.518
•de las estaciones del año δ. διακεῖσθαι estar desatemperado e.e. que vienen fuera de su tiempo, Plu.Vit.Hom.202.
German (Pape)
[Seite 683] schlecht gemischt, schlecht temperirt, ἀήρ Strab. II p. 96. – Adv., Galen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal tempéré, mal équilibré en parl. de la température.
Étymologie: δυσ-, κεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκρᾱτος: -ον, κακῶς συγκεκρασμένος, ἀὴρ Στράβων 96.
Greek Monotonic
δύσκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει άσχημη κράση, ιδιοσυγκρασία, νοσηρός, σε Στράβ.
Middle Liddell
δύσκρᾱτος, ον κεράννυμι
of bad temperament, Strab.