δύσποτος

From LSJ
Revision as of 13:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσποτος Medium diacritics: δύσποτος Low diacritics: δύσποτος Capitals: ΔΥΣΠΟΤΟΣ
Transliteration A: dýspotos Transliteration B: dyspotos Transliteration C: dyspotos Beta Code: du/spotos

English (LSJ)

ον, unpalatable, πῶμα A.Eu.266.

Spanish (DGE)

-ον
imbebible, malo para beber πῶμα de la sangre de Orestes, A.Eu.266
no potable τὸ φρεατιαῖον (ὕδωρ) Ps.Caes.77.8.

German (Pape)

[Seite 687] schwer, widrig zu trinken, πόμα Aesch. Eum. 256.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à boire.
Étymologie: δυσ-, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

δύσποτος: (о питье) ужасный, страшный (πῶμα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσποτος: -ον, δυσκολόποτος, ἀηδὴς εἰς πόσιν, πῶμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 266.

Greek Monolingual

δύσποτος, -ον (Α)
αηδιαστικός στην πόση.

Greek Monotonic

δύσποτος: -ον, αυτός που δύσκολα πίνεται, αηδιαστικός στην πόση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δύσ-ποτος, ον
unpalatable, Aesch.