δρακονθόμιλος
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ον, of dragon brood, A.Supp.267.
Spanish (DGE)
(δρᾰκονθόμῑλος) -ον
que consiste en una turba de serpientes δρακονθόμιλον δυσμενῆ ξυνοικίαν A.Supp.267.
German (Pape)
[Seite 664] ξυνοικία, mit Drachen verkehrend, voll Drachen, Aesch. Suppl. 264, ex em.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fréquente les dragons.
Étymologie: δράκων, ὁμιλέω.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκονθόμῑλος: -ον, ἀναστρεφόμενος μετὰ δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267.
Greek Monolingual
δρακονθόμιλος, -ον (Α)
αυτός που συναναστρέφεται με δράκοντες.