θυμαίνω
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
Ep.impf. θυμαίνεσκον A.R.3.1326: (θυμός):—to bewroth, angry, Hes.Sc.262, Ar.Nu.610; τινι at one, ib.1478, Eup.191.
German (Pape)
[Seite 1222] zürnen; ὄμμασι θυμήνασαι Hes. Sc. 262; τινί, auf Jemand, Ar. Nubb. 1478. Das med. bei Hesych. erkl. ὀργίζεται.
French (Bailly abrégé)
être irrité, τινι contre qqn.
Étymologie: θυμός.
Russian (Dvoretsky)
θῡμαίνω: (fut. θυμᾰνῶ) гневаться, сердиться (ἐς ἀλλήλους Hes.): θ. τινί Arph. сердиться на кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, (θυμὸς) ὀργίζομαι, θυμώνω, ὄμμασι θυμήνασαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 262, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 609· τινί, ἐναντίον τινός, αὐτόθι 1478, Εὔπολ. ἐν Μαρ. 21.
Greek Monolingual
θυμαίνω (ΑΜ) θυμός (ενεργ
και μέσ.) οργίζομαι, θυμώνω.
Greek Monotonic
θῡμαίνω: μέλ. -ᾰνω (θυμός), είμαι οργισμένος, θυμωμένος, σε Ησίοδ., Αριστοφ.