αἰσθητός

From LSJ
Revision as of 12:29, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσθητός Medium diacritics: αἰσθητός Low diacritics: αισθητός Capitals: ΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: aisthētós Transliteration B: aisthētos Transliteration C: aisthitos Beta Code: ai)sqhto/s

English (LSJ)

ή, όν, and ός, όν Pl.Men. 76d; sensible, perceptible, opp. νοητός, Id.Plt.285e, etc.; τὸ αἰ. object of sensation or perception, Id.Ti.37b, Arist. de An.431b22, cf. Metaph. 999b4. Adv. -τῶς Id.Col.793b27, Posidon.95, Plu.2.953c; in act. sense, Ascl.in Metaph.277.13.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν Pl.Mem.76d]
1 perceptible a través de los sentidos, sensible op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.de An.431b22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias Phld.Piet.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.Plt.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, εἷς μὲν ὁ αἰσθητός, ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55
subst. τὸ αἰσθητόν el objeto sensible τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.Ti.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.Metaph.999b4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.Stoic.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.Iudic.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.M.8.9
subst. τὰ αἰσθητά las cualidades sensibles op. αἴσθημαsensación como contenido’, Arist.Metaph.1010b32, 1063b4.
2 adv. -ῶς de manera sensible op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.in Metaph.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.Col.793b27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
perceptible par les sens, sensible.
Étymologie: αἰσθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

αἰσθητός: и 2 [adj. verb. к αἰσθάνομαι воспринимаемый чувствами, чувственный Plat., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσθητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτων Μένων 76D: - ῥηματ. ἐπίθ., διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ νοητός, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 285Ε, κτλ.: τὸ αἰσθητόν, ὅ, τι αἰσθάνεταί τις, τὸ προσπῖπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 37Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἀριστ. περὶ χρωμ. 3. 13., Πλούτ. 2. 953C.

Greek Monotonic

αἰσθητός: -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του αἰσθάνομαι, αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἰσθάνομαι,]
perceptible by the senses, Plat.

English (Woodhouse)

capable of being perceived by the senses, perceptible by the senses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)