θεραποντίς

From LSJ
Revision as of 13:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰποντίς Medium diacritics: θεραποντίς Low diacritics: θεραποντίς Capitals: ΘΕΡΑΠΟΝΤΙΣ
Transliteration A: therapontís Transliteration B: therapontis Transliteration C: therapontis Beta Code: qeraponti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, of a waiting-maid, θ. φερνή A.Supp. 979 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Magd betreffend, der Magd, φέρνη Aesch. Suppl. 957.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de serviteur, de servante.
Étymologie: θεράπων.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰποντίς: ίδος adj. f состоящая из рабов и рабынь (ἡ φερνή Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰποντίς: -ίδος, ἡ, ἀνήκουσα εἰς θεράπαιναν, θ. φερνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 979.

Greek Monolingual

θεραποντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. του θεράπων, -οντος].