βαρύδακρυς
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
υ, weeping grievously, ἀηδών AP9.262 (Phil.).
Spanish (DGE)
(βᾰρύδακρυς) -υ
• Prosodia: [-ρῠ-]
que llora lamentablemente Μαρίη Nonn.Par.Eu.Io.11.32, ἀηδών AP 9.262 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 433] υος, dasselbe, Philp. 66 (IX, 262); Nonn. D. 35, 16.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
qui pleure abondamment, éploré.
Étymologie: βαρύς, δάκρυ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύδακρυς: υ, gen. υος горько рыдающий (ἀηδών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύδακρυς: υ, ὁ χύνων πικρὰ δάκρυα, αἰεὶ δ’ ἡ βαρύδακρυς, ἐπὶ στήλαις μὲν ἀηδών Ἀνθ. ΙΙ. 9. 262, κτλ.
Greek Monotonic
βᾰρύδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που χύνει δάκρυα πόνου και οδύνης, σε Ανθ.
Middle Liddell
δάκρυ
weeping grievously, Anth.