εὐμάραθος

From LSJ
Revision as of 13:13, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμάρᾰθος Medium diacritics: εὐμάραθος Low diacritics: ευμάραθος Capitals: ΕΥΜΑΡΑΘΟΣ
Transliteration A: eumárathos Transliteration B: eumarathos Transliteration C: evmarathos Beta Code: eu)ma/raqos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, abounding in fennel, AP9.318 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1079] πρηών, reich an Fenchel, Leon. Tar. 56 (IX, 318).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en fenouil.
Étymologie: εὖ, μάραθον.

Russian (Dvoretsky)

εὐμάρᾰθος: богатый укропом (πρηών Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμάρᾰθος: -ον, ἔχων ἄφθονον μάραθον, Ἀνθ. Π. 9. 318.

Greek Monolingual

εὐμάραθος, -ον (Α)
(για τόπο, για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο μάραθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάραθος].

Greek Monotonic

εὐμάρᾰθος: -ον, πλούσιος, άφθονος σε μάραθο, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-μάρᾰθος, ον
abounding in fennel, Anth.