εὐσεβία
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, poet. for εὐσέβεια, Thgn. 1142 codd., Pi.O.8.8, S.Ant.943 (lyr.), OC189 (lyr.); personified, Emp.4.5, Critias 6.22, Epigr.Gr.1055 (Syria), etc.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. εὐσέβεια.
Russian (Dvoretsky)
εὐσεβία: Pind., Soph. = εὐσέβεια.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσεβία: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ εὐσέβεια, Θέογν. 1138, Πινδ. Ο. 8. 10, Σοφ. Ἀντ. 943, Ο. Κ. 189, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 433Α.
English (Slater)
εὐσεβία piety ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (Boeckh: εὐσεβείας codd.) (O. 8.8)
Greek Monolingual
εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) ευσεβής
βλ. ευσέβεια.
Greek Monotonic
εὐσεβία: ἡ, ποιητ. αντί εὐσέβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.