δαμάτειρα
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ, fem. of δαμαντήρ, AP11.403 (Luc.).
Spanish (DGE)
v. δμητήρ.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, Bändigerin, Luc. ep. 27 (XI, 403).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la dompteuse.
Étymologie: δαμάω.
Russian (Dvoretsky)
δᾰμάτειρα: (μᾰ) ἡ укротительница (шутл. эпитет подагры) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμάτειρα: ἡ, δαμάστρια, πλούτου δ. Ἀνθ. Π. 11. 403.
Greek Monolingual
δαμάτειρα, η (Α)
η δαμάστρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα του αορ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + (επίθημα) -τειρα].
Greek Monotonic
δᾰμάτειρα: ἡ (δαμάζω), αυτή που εξημερώνει, δαμάστρια, σε Ανθ.
Middle Liddell
δαμάζω
one who tames, Anth.