δαμάτειρα

From LSJ
Revision as of 12:39, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμάτειρα Medium diacritics: δαμάτειρα Low diacritics: δαμάτειρα Capitals: ΔΑΜΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: damáteira Transliteration B: damateira Transliteration C: damateira Beta Code: dama/teira

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ, fem. of δαμαντήρ, AP11.403 (Luc.).

Spanish (DGE)

v. δμητήρ.

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, Bändigerin, Luc. ep. 27 (XI, 403).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la dompteuse.
Étymologie: δαμάω.

Russian (Dvoretsky)

δᾰμάτειρα: (μᾰ) ἡ укротительница (шутл. эпитет подагры) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμάτειρα: ἡ, δαμάστρια, πλούτου δ. Ἀνθ. Π. 11. 403.

Greek Monolingual

δαμάτειρα, η (Α)
η δαμάστρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα του αορ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + (επίθημα) -τειρα].

Greek Monotonic

δᾰμάτειρα: ἡ (δαμάζω), αυτή που εξημερώνει, δαμάστρια, σε Ανθ.

Middle Liddell

δαμάζω
one who tames, Anth.