βλέπος

From LSJ
Revision as of 10:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλέπος Medium diacritics: βλέπος Low diacritics: βλέπος Capitals: ΒΛΕΠΟΣ
Transliteration A: blépos Transliteration B: blepos Transliteration C: vlepos Beta Code: ble/pos

English (LSJ)

ους, τό, = βλέμμα, look, Ἀττικὸν β. Ar.Nu.1176, cf. Theoc. 23.12.

Spanish (DGE)

-εος, τό
mirada ἀττικὸν β. Ar.Nu.1176, cf. prob. corrupto, Theoc.23.12.

German (Pape)

[Seite 448] τό, = βλέμμα, Ar. Nub. 1176 ἀττικόν, d. i. unverschämt.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
regard.
Étymologie: βλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλέπος -ους, zonder contr. -εος, τό βλέπω blik.

Russian (Dvoretsky)

βλέπος: εος τό Arph., Theocr. = βλέμμα 1.

Greek (Liddell-Scott)

βλέπος: τό, = βλέμμα, ματιά, Ἀττικὸν βλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1176.

Greek Monolingual

το (Α βλέπος) βλέπω
βλέμμα, ματιά.

Greek Monotonic

βλέπος: τό, βλέμμα, ματιά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

= βλέμμα
a look, Ar.