ζῶστρον
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
τό, belt, girdle, Od.6.38(pl.).
German (Pape)
[Seite 1145] τό, Gürtel, neben πέπλοι u. ῥήγεα genannt, in der Wäsche, Od. 6, 38.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ceinture.
Étymologie: ζώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῶστρον -ου, τό [ζώννυμι] ceintuur, band.
Russian (Dvoretsky)
ζῶστρον: τό пояс Hom.
English (Autenrieth)
= ξώνη, Od. 6.38†.
Greek Monolingual
ζώστρον, τὸ (Α) ζώννυμι
ζώνη, ζωστήρας.
Greek Monotonic
ζῶστρον: τό (ζώννυμι), ζώνη, ζωνάρι, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
ζῶστρον: τό, ζώνη, ζωστήρ, Ὀδ. Ζ. 38.