κακόμοιρος

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμοιρος Medium diacritics: κακόμοιρος Low diacritics: κακόμοιρος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: kakómoiros Transliteration B: kakomoiros Transliteration C: kakomoiros Beta Code: kako/moiros

English (LSJ)

ον, ill-fated, ὠδῖνες AP7.375 (Antiphil.), cf. Maiuri Nuova Silloge630.

German (Pape)

[Seite 1301] von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμοιρος: злосчастный, роковой (ὠδῖνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κακόμοιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων κακὴν μοῖραν, δυστυχής, Ἀνθ. Π. 7. 375.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος.
επίρρ...
κακόμοιρα
άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονόμοιρος, ολβιόμοιρος].

Greek Monotonic

κᾰκόμοιρος: -ον (μοῖρα), δύσμοιρος, κακότυχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κᾰκό-μοιρος, ον μοῖρα
ill-fated, Anth.