ναυσίπομπος

From LSJ
Revision as of 14:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσίπομπος Medium diacritics: ναυσίπομπος Low diacritics: ναυσίπομπος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: nausípompos Transliteration B: nausipompos Transliteration C: nafsipompos Beta Code: nausi/pompos

English (LSJ)

ον, ship-wafting, αὔρα E.Ph.1712 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 232] Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pousse les vaisseaux.
Étymologie: ναῦς, πέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ναυσίπομπος: (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям (αὔρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, ἐνεργ. ὁ πέμπων, κινῶν τὸ πλοῖον, αὔρα Εὐρ. Φοιν. 1712.

Greek Monolingual

ναυσίπομπος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)].

Greek Monotonic

ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το πλοίο, σε Ευρ.

Middle Liddell

ναυσί-˘πομπος, ον
act. ship-wafting, Eur.