κραταίπους

From LSJ
Revision as of 13:47, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίπους Medium diacritics: κραταίπους Low diacritics: κραταίπους Capitals: ΚΡΑΤΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: krataípous Transliteration B: krataipous Transliteration C: krataipous Beta Code: kratai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, stout-footed, ἡμίονοι Hom. Epigr.15.9; cf. καρταίπους.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds robustes ou fermes.
Étymologie: κραταιός, πούς.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίπους: 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων ἰσχυροὺς πόδας, ἡμίονοι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 9· ― καρταίπους κεῖται ἀπολ. ἀντὶ τοῦ ταῦρος ἐν Πινδ. Ο. 13. 114, ― πιθ. ἔκ τινος Χρησμοῦ· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

κραταίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει δυνατά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτίπους, ωκύπους)].

Greek Monotonic

κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει δυνατά πόδια, σε Επικ.· το καρταίπους χρησιμ. απόλ. αντί ταῦρος, στον Πίνδ.

Middle Liddell

κρᾰταί-πους,
stout-footed, epic:— καρταίπους is used absol. for ταῦρος in Pind.