νυκτιλαμπής

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, (λάμπω) epithet of the ark of Danae, δούρατι νυκτιλαμπεῖ dub. l. in Simon.37.8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille la nuit.
Étymologie: νύξ, λάμπω.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλαμπής: -ές, (λάμπω) ἐν Σιμων. 37 [50] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθ. τῆς λάρνακος τῆς Δανάης, δώματι νυκτιλαμπεῖ, δηλ. λαμπομένῳ ὑπὸ τῆς νυκτός, τουτέστι σκοτεινῷ, ἀμαυρῷ· ὁ Schneidewin ὅμως (Ἀποσπ. 50) συνάπτει τὸ νυκτιλαμπεῖ πρὸς τὸ δνόφῳ· καθ’ ἑκατέραν ἑρμηνείαν ὑπάρχει ἀντίφρασις οὐχὶ ἀσυνήθης παρὰ τοῖς λυρ. καὶ τραγ. ποιηταῖς, Ἕρμ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 566, Ι. Τ. 110. Ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Bergk οἱ στίχοι, ἐν οἷς ἡ λέξις νυκτιλαμπής, ἔλαβον ὅλως ἀλλοίαν μορφήν: «σὺ δ’ ἀωτεῖς· γαλαθηνῷ τ’ ἤτορι κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δούρατι χαλκεογόμφῳ, νυκτὶ ἀλαμπεῖ κυανέῳ τε δνόφῳ σταλεὶς» ἀντὶ «... ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ κτλ.»

Greek Monolingual

νυκτιλαμπής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -λαμπής (< λάμπω)].

Greek Monotonic

νυκτῐλαμπής: -ές (λάμπω), αυτός που φωτίζεται μόνο από τη νύχτα, δηλ. σκούρος, σκοτεινός, σε Σιμων.

Middle Liddell

νυκτῐ-λαμπής, ές λάμπω
illumined by night alone, i. e. murky, dark, Simon.

German (Pape)

ές, bei Nacht leuchtend; Simonid. 7.8 bei Dion.Hal. C.V. 26 (Schaefer p. 434), von der Danae, σὺ … κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ, κυανέῳ δὲ δνόφῳ, in dem Kasten, Kerker, in welchem nur die Nacht scheint, der wie die Nacht leuchtet, dah. dunkel ist, wofür Ilgen νυκτὶ ἀλαμπεῖ und Schaefer νυκτιλάμπτῳ (was für νυκτίληπτος stehen und »von Nacht umgeben« heißen soll) vermutete, aber es ist Nichts zu ändern.