ξεινίζω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, v. ξενίζω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ξενίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
Greek Monolingual
ξεινίζω (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενίζω.
Greek Monotonic
ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιος, Ιων. αντί ξεν-.
German (Pape)
ion, und ep. = ξενίζω.