νεόδρομος
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ᾽ ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ον, just having run, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, i.e. νεοθήρευτον λαβών, Babr.106.15.
German (Pape)
[Seite 241] θήρη, Bahr. 106, 15, jüngst gelaufen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on a couru récemment : νεόδρομος θήρη BABR chasse récemment courue, toute récente.
Étymologie: νέος, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
νεόδρομος: только что проделанный, недавний (θήρη Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόδρομος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ δραμών, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, ὅ ἐστι νεοθήρευτον λαβών, Βαβρ. 106. 15.
Greek Monolingual
νεόδρομος, -ον (Α)
αυτός που πρόσφατα έφυγε τρεχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + δρόμος (πρβλ. ιππό-δρομος)].
Greek Monotonic
νεόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που μόλις έφυγε, σε Βάβρ.