ξιφιστήρ
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.
German (Pape)
[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφιστήρ: ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.
Greek Monolingual
ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονισ-τήρ, κορυφισ-τήρ) ή απευθείας από ξίφος.
Greek Monotonic
ξῐφιστήρ: -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.