πετροτόμος

From LSJ
Revision as of 14:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροτόμος Medium diacritics: πετροτόμος Low diacritics: πετροτόμος Capitals: ΠΕΤΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: petrotómos Transliteration B: petrotomos Transliteration C: petrotomos Beta Code: petroto/mos

English (LSJ)

ον, cutting stones, ἀκίδες APl.4.221 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 606] Steine schneidend, behauend, ἀκίδες, Theaet. Sch. 4 (Plan. 221); ὁ πετρ., Steinhauer, wie λαοτόμος. – Aber πετρότομος wäre »in Stein gehauen, geschnitten«.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe les pierres.
Étymologie: πέτρα, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

πετροτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους, ὡς τὸ λατόμος, Ἀνθ. Πλαν. 221.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α (για εργαλείο) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την πέτρα («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτόμος.

Greek Monotonic

πετροτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.

Middle Liddell

πετρο-τόμος, ον, τέμνω
cutting stones, Anth.