προβασκάνιον
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
τό, safeguard against witchcraft, amulet or scarecrow hung up before workshops or in fields. LXX Ep.Je.70, Plu.2.681f, Hsch. s.v. κεράμβηλον; = muttonius, Gloss. (also προβασκαντον, = muttonium, ib.); less correct than βασκάνιον, Phryn.68.
German (Pape)
[Seite 710] τό, Mittel gegen das Beschreien, Behexen, Amulet, Plut. Symp. 5, 7, 3; vgl. Lob. Phryn. 86; nach Phryn. bei B. A. p. 30 Ausdruck der ἀμαθεῖς für βασκάνιον; er erkl. es als ἀνθρωποειδὲς κατασκεύασμα, βραχὺ παρηλλαγμένον τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, ὃ πρὸ τῶν ἐργαστηρίων οἱ χειρώνακτες κρεμαννύουσι τοῦ μὴ βασκαίνεσθαι αὐτῶν τὴν ἐργασίαν; vgl. Poll. 7, 108. – Auch ein Popanz, um Thiere, bes. Vögel zu verscheuchen, Vogelscheuche, wozu man bes. hölzerne Priapusbilder nahm, vgl. Plut. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte d'amulette contre les maléfices.
Étymologie: πρό, βάσκανος.
Greek (Liddell-Scott)
προβασκάνιον: τό, (βάσκᾰνος) φυλακτήριον κατὰ βασκανίας ἢ μαγείας, φυλακτήριον ὃ ἐξήρτων πρὸ τῶν ἐργαστηρίων αὐτῶν οἱ ἀρχαῖοι, Πλούτ. 2. 681F, Εὐστ. Πονημάτ. 41. 27, Ἡσύχ. ἐν λ. κεράμβηλον: ― Κατὰ τὸν Φρύν. σ. 86 ἔκδ. Λοβεκ.: «βασκάνιον λέγουσιν οἱ ἀρχαῖοι, οὐ προβασκάνιον μετὰ τῆς πρό· ἀδόκιμον γάρ», πρβλ. Α. Β. 30, 5.
Russian (Dvoretsky)
προβασκάνιον: (κᾰ) τό защита от злых чар, амулет Plut.