σηκώδης

From LSJ
Revision as of 14:39, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκώδης Medium diacritics: σηκώδης Low diacritics: σηκώδης Capitals: ΣΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sēkṓdēs Transliteration B: sēkōdēs Transliteration C: sikodis Beta Code: shkw/dhs

English (LSJ)

ες, (σηκός ΙΙ) chapel-like, Ael.NA10.31.

German (Pape)

[Seite 873] ες, kapellenartig, -ähnlich, Ael. H. A. 10, 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à une chapelle.
Étymologie: σηκός, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

σηκώδης: -ες, (σηκὸς ΙΙ, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σηκόν, πρὸς ἱερόν, πρὸς ναΐσκον, Αἰλ. π. Ζ. 10. 31.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σηκός
αυτός που έχει το σχήμα σηκού.