λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.
ion. c. συμπλέω.
συμπλώω: ион. = συμπλέω.
συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.