τεσσαράβοιος

From LSJ
Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰράβοιος Medium diacritics: τεσσαράβοιος Low diacritics: τεσσαράβοιος Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΒΟΙΟΣ
Transliteration A: tessaráboios Transliteration B: tessaraboios Transliteration C: tessaravoios Beta Code: tessara/boios

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, worth four steers, Il.23.705.

German (Pape)

[Seite 1095] 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du prix de quatre bœufs.
Étymologie: τέσσαρες, βοῦς.

Russian (Dvoretsky)

τεσσᾰράβοιος: оцененный в четыре быка (γυνή Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰράβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων βοῶν, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον, «ἣν ἔτιον, ἐτιμῶντο, τεσσάρων βοῶν ἀξίαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 705.

English (Autenrieth)

(βοῦς): worth four cattle, Il. 23.705†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει αξία τεσσάρων βοδιών ή τεσσάρων βοδινών δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, -α + -βοιος (< βοῦς, -οός, πρβλ. μυριό-βοιος].

Greek Monotonic

τεσσᾰράβοιος: -ον (ρᾰ, βοῦς), αυτός που αξίζει τέσσερα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τεσσᾰρά-βοιος, ον, βοῦς
worth four steers, Il.