τειχοδόμος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον (parox.), building walls, wall builder, builder of walls, builder of fortifications Man.4.291, Poll.1.161.
German (Pape)
[Seite 1081] eine Mauer od. Burg erbauend, Maneth. 4, 291.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui construit un rempart, une forteresse.
Étymologie: τεῖχος, δέμω.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοδόμος: -ον, ὁ κτίζων, ὁ οἰκοδομῶν τείχη, Μανέθων 4. 291, Πολυδ. Α΄, 161, πρβλ. τειχοποιός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
οικοδόμος τείχους ή τειχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -δόμος (< δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οικο-δόμος, πυργο-δόμος.
Greek Monotonic
τειχοδόμος: -ον (δέμω), αυτός που χτίζει, που οικοδομεί τείχη.