φιλόφιλος
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ον, loving one's friends, Id.Rh.1381b27, EN1159a34, Plb.1.14.4, Phld.Lib.p.40 O., Dain Inscr. du Louvre 174 (Egypt), Cat.Cod.Astr.7.205.
German (Pape)
[Seite 1288] seine Freunde liebend; Arist. rhet. 2, 4, vgl. de virt. bei Stob. Floril. 1, 11; Pol. 1, 14, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tendrement attaché à ses amis.
Étymologie: φίλος, φίλος.
Russian (Dvoretsky)
φιλόφῐλος: любящий (своих) друзей Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἑαυτοῦ φίλους, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 26, Ἠθικ. Νικ. 8. 8, 4, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φίλος (πρβλ. πονηρό-φιλος)].
Greek Monotonic
φῐλόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά το φίλο του, σε Αριστ.
Middle Liddell
φῐλό-φῐλος, ον,
loving one's friends, Arist.