φλεβοτόμος
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
(parox.), ον, opening veins: φλεβοτόμον (sc. σμιλίον), τό, lancet, Luc.Ind.29, Cael.Aur.CP2.19, Steph. in Int.17.19, etc.
German (Pape)
[Seite 1290] die Ader zerschneidend, öffnend, zur Ader lassend; τὸ φλεβοτόμον, sc. σμιλίον, ein Messerchen, die Adern zu öffnen, eine Lanzette, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe les veines ; τὸ φλεβοτόμον lancette.
Étymologie: φλέψ, τέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
φλεβοτόμος: -ον, ὁ τέμνων ἢ ἀνοίγων φλέβας, φλεβοτόμον (ἐξυπακ. σμίλιον), τό, μαχαιρίδιον πρὸς φλεβοτομίαν, «νυστέρι», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 29, Cael, Aurel., κλπ.
Greek Monolingual
-ο / φλεβοτόμος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τέμνει φλέβες
2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο
χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος
ζωολ. γένος νηματόκερων διπτέρων εντόμων, τυπικό της οικογένειας φλεβοτομίδες, στην οποία ανήκουν οι σκνίπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ὑλοτόμος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phlebotomus].