ἀπολιόρκητος

From LSJ
Revision as of 18:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῐόρκητος Medium diacritics: ἀπολιόρκητος Low diacritics: απολιόρκητος Capitals: ΑΠΟΛΙΟΡΚΗΤΟΣ
Transliteration A: apoliórkētos Transliteration B: apoliorkētos Transliteration C: apoliorkitos Beta Code: a)polio/rkhtos

English (LSJ)

ον, impregnable, Str.12.3.31, Plu.2.1057e.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable πέτρα Str.12.3.31, fig. ὁ τῶν Στωικῶν σοφός Plu.2.1057e, κακίᾳ ... ἀ. Moschio Hyp.9 (p.496).

German (Pape)

[Seite 312] nicht zu belagern, nicht zu erobern, Strab.; nicht belagert, Plut. de Stoic. absurd. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexpugnable, imprenable par un siège.
Étymologie: , πολιορκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολιόρκητος: досл. недоступный для осаждающих, перен. неприступный (ὁ τῶν Στωϊκῶν σοφός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιόρκητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις να πολιορκήσῃ, Στράβ. 556, Πλούτ. 2. 1057Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολιόρκητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο απόρθητος
νεοελλ.
αυτός που δεν πολιορκήθηκε.