ἐξαποδύνω
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
put off, εἵματα Od.5.372. ἐξαποίνασθαι, v. ἐξαπαιολεῖσθαι.
Spanish (DGE)
quitarse εἵματα δ' ἐξαπέδυνε Od.5.372.
German (Pape)
[Seite 871] sich ausziehen, εἵματα Od. 5, 372.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. 3ᵉ sg. ἐξαπέδυνε;
dépouiller de, avec double acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποδύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποδύνω: раздевать, снимать (εἵματα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποδύνω: ἀπεκδύομαι, εἵματα δ’ ἐξαπέδυνε Ὀδ. Ε. 372.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐξαποδύνω (Α)
βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι («εἵματα δ' ἐξαπέδυνε» — έβγαλε τα ρούχα του, πέταξε τα φορέματα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποδύνω «γδύνω», παράλλ. τ. του απο-δύω].
Greek Monotonic
ἐξαποδύνω: [ῡ], αφαιρώ, βγάζω, εἵματα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
to put off, εἵματα Od.