ἐπιΐστωρ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, privy to a thing; c. gen., μεγάλων ἔργων ἐ. privy to great works (i.e. the robbery of the mares), Od. 21.26; so τεῶν μύθων ἐ. ARh. 4.89; abs., ib. 16.
acquainted with, practised in, δίσκων, γεωμετρίης, AP 11.371 (Pall.), App.Anth. 7.2 (Euc.); σοφίης IG 3.946, cf. Doroth. in Cat.Cod.Astr. 2.172.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
confident ou complice de, gén., sel. d’autres qui a conscience de, auteur de.
Étymologie: ἐπί, ἴστωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, μετὰ γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) εἰδήμων, ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιΐστωρ: ορος adj.
1) сведущее лицо, знаток (σοφίης ἐ. ἀνήρ Anth.): ἐ. δίσκων Anth. знающий толк в блюдах, гурман;
2) участник, виновник: Ἡρακλῆς, μεγάλων ἐ. ἔργων Hom. Геракл, свершитель великих подвигов.
German (Pape)
ορος, der um Etwas weiß, kundig, erfahren; bei Hom. einmal, Od. 21.26, φῶθ' Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, den großer Taten kundigen, entweder = den Vollbringer großer, tapferer Taten, oder = den Mitwisser eines Verbrechens, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109. – sp.D., z.B. δίσκων Pallad. 27 (XI.371, vgl. XV.13); θήρης Qu.Sm. 5.203; mitwissend, Ap.Rh. 4.16; Zeuge, 4.87.