ἐρυθροδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 19:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροδάκτῠλος Medium diacritics: ἐρυθροδάκτυλος Low diacritics: ερυθροδάκτυλος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: erythrodáktylos Transliteration B: erythrodaktylos Transliteration C: erythrodaktylos Beta Code: e)ruqroda/ktulos

English (LSJ)

ον, red-fingered, criticized as unpoet., Arist.Rh.1405b21.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothen Fingern, Arist. rhet. 3, 2, als unpoetischer Ausdruck für ῥοδοδάκτυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts rouges.
Étymologie: ἐρυθρός, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθροδάκτῠλος: красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ ῥοδοδάκτυλος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροδάκτυλος: ἔχων ἐρυθροὺς δακτύλους˙ κατακρίνεται ὡς οὐχὶ ποιητικόν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.

Greek Monolingual

ἐρυθροδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος.