ἔνυπνος
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ον, = ἐνύπνιος, φάντασμα Trag.Adesp.375 (anap.); ὄψις (prob. for ἐνύπνιον) E.Hec.703 Herm.
Spanish (DGE)
-ον
que aparece en los sueños φάντασμα Trag.Adesp.375
•de pers. en sueños, dormido ἔ. ἔτι ὢν ἀπήντησεν Arr.Epict.3.22.92.
German (Pape)
[Seite 860] = ἐνύπνιος, φάντασμα poet. bei Plut. de supsrst. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. c. ἐνύπνιος.
Russian (Dvoretsky)
ἔνυπνος: Aesch., Plut. = ἐνύπνιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνυπνος: -ον, = ἐνύπνιος, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 166Α· ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401. καὶ Ἕρμανν. εἰς Ἑκάβ. 704.
Greek Monolingual
ἔνυπνος, -ον (Α)
ενύπνιος, αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», Ευρ.).