ἰσομετρία

From LSJ
Revision as of 20:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομετρία Medium diacritics: ἰσομετρία Low diacritics: ισομετρία Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: isometría Transliteration B: isometria Transliteration C: isometria Beta Code: i)sometri/a

English (LSJ)

ἡ, equality of measure, Arist.Fr. 47.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mesure égale.
Étymologie: ἰσόμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομετρία:равная мера или равномерность Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομετρία: ἡ, ἰσότης μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.

Greek Monolingual

η (Α ἰσομετρία) ισόμετρος
ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία.