ἱράομαι
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
Ion. for ἱεράομαι. ἱρέα, ἱρέη, ἱρεία, ἱρηΐη, v. ἱέρεια. ἴρερος, v.l. for εἴρερος. ἱρεύς, ἱρεύω, ἱρήϊον, Ion. and Ep. for ἱερ-.
German (Pape)
[Seite 1262] = ἱεράομαι, ion.. wie ἱρεύς, ἱρεύω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεράω.
Russian (Dvoretsky)
ἱράομαι: ион. = ἱεράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱράομαι: Ἰων. ἀντὶ ἱεράομαι.
Greek Monotonic
ἱράομαι: Ιων. αντί ἱεράομαι.