ὀρέγνυμι

From LSJ
Revision as of 21:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέγνυμι Medium diacritics: ὀρέγνυμι Low diacritics: ορέγνυμι Capitals: ΟΡΕΓΝΥΜΙ
Transliteration A: orégnymi Transliteration B: oregnymi Transliteration C: oregnymi Beta Code: o)re/gnumi

English (LSJ)

= ὀρέγω, only in part., χεῖρας ὀρεγνύς Il.1.351, 22.37; χεῖρας ὀρεγνύμενος AP7.506.6 (Leon.), cf. Mosch.2.112.

German (Pape)

[Seite 371] = ὀρέγω, nur χεῖρας ὀρεγνύς, Il. 1, 351. 22, 37.

French (Bailly abrégé)

prés. part. ὀρεγνύς;
tendre, étendre, acc..
Étymologie: ὀρέγω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρέγνῡμι: (= ὀρέγω) (только part.) протягивать, простирать: χεῖρας ὀρεγνύς Hom. или ὀρεγνύμενος Anth. простирая руки.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέγνυμι: ὀρέγω, ἐκτείνω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., χεῖρας ὀρεγνὺς Ἰλ. Α. 351, Χ. 37· χεῖρας ὀρεγνύμενος Ἀνθ. Π. 7. 506, πρβλ. Μόσχ. 2. 112.

Greek Monolingual

ὀρέγνυμι (Α)
(μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω, απλώνω τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ- του ὀρέγω, κατά τα ρ. σε -νυμι (πρβλ. όρ-νυμι)].

Greek Monotonic

ὀρέγνυμι: = ὀρέγω, μόνο στην μτχ. χεῖρας ὀρεγνύς, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., χεῖρας ὀρεγνύμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

= ὀρέγω only in part.]
χεῖρας ὀρεγνύς Il.: Mid., χεῖρας ὀρεγνύμενος Anth.