ὑφειμένως

From LSJ
Revision as of 22:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφειμένως Medium diacritics: ὑφειμένως Low diacritics: υφειμένως Capitals: ΥΦΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hypheiménōs Transliteration B: hypheimenōs Transliteration C: yfeimenos Beta Code: u(feime/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι, in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.

French (Bailly abrégé)

adv.
doucement.
Étymologie: ὑφειμένος de ὑφεῖμαι, ὑφίημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑφειμένως: уступчиво, смиренно, кротко (εἰπεῖν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑφειμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ὑφίημι, αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη βία, Λατ. submisse, σε Ξεν.

Middle Liddell


remissly, less violently, Lat. submisse, Xen.