ὑψόσε
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
Adv. of motion, aloft, on high, ὑψόσ' ἀείρας Il.10.465, Od. 9.240; ὑψόσ' ἀνέσχεθε χειρί Il.10.461; ὑ. δ' αὐγὴ γίγνεται ἀΐσσουσα 18.211; τοῦ δ' ὑ. γούνατ' ἐπήδα 21.302, cf. 324; ὑ. δ' ἄχνη σκίδναται 11.307, cf. Od.12.238; κίονες ὑ. ἔχοντες high reaching, 19.38. The two editions by Aristarchus gave ὑψόσε and ὑψοῦ respectively in Il. 10.465, 505, cf. Od.12.249.
French (Bailly abrégé)
adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος, -σε.
Russian (Dvoretsky)
ὑψόσε: adv. ввысь, вверх (ἀείρειν, πηδᾶν Hom.): κίονες ὑ. ἔχοντες Hom. уходящие ввысь колонны.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψόσε: Ἐπίρρ. κινήσεως εἰς τόπον, πρὸς τὰ ὕψη, πρὸς τὰ ἄνω, ὑψηλά, ἀείρειν, ἀνασχεῖν Ἰλ. Κ. 461, 465, Ὀδ. Ι. 240, κ. ἀλλ.· ἀΐσσειν, πηδᾶν, θύειν Ἰλ. Σ. 211., Φ. 302, 324· σκίδνασθαι, πίπτειν Λ. 307, Ὀδ. Μ. 238· ὑψ. ἔχοντες, εἰς ὕψος ἐκτεινόμενοι, φθάνοντες, Τ. 38. Εἶνε πολλάκις ἀμφίβολον ἂν ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶνε ὑψόσε ἢ ὑψοῦ, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ' Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ' ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-σε (πρβλ. ἀγχ-ό-σε, τηλ-ό-σε)].
Greek Monotonic
ὑψόσε: επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, ψηλά, σε Όμηρ.· ὑψόσ' ἔχοντες, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[adverb of motion
aloft, on high, up high, Hom.; ὑψόσ' ἔχοντες high reaching, Il.