διασαλακωνίζω
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
strengthened for σαλακωνίζω, Ar.V.1169; but perhaps better διασαικωνίζω, cf. Id.Fr.849.
Spanish (DGE)
(διασᾰλᾰκωνίζω) caminar contoneándose Ar.V.1169, Hsch.
German (Pape)
[Seite 601] = σαλακωνίζω; Ar. Vesp. 1169; vgl. Scholl.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διασαλακωνίζω [διά, σαλάκων: opschepper] rondparaderen.
Russian (Dvoretsky)
διασᾰλᾰκωνίζω: v.l. δια-σαικωνίζω идти вихляющей походкой Arph.
Greek Monotonic
διασᾰλᾰκωνίζω: μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί σαλακωνεύω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
διασᾰλᾰκωνίζω: ἐπιτεταμ. σαλακωνίζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1169.
Middle Liddell
fut. σω strengthened for σαλακωνεύω Ar.