καταπείθω
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
persuade, LXX 2 Ki.17.16, Luc.Charid.16:—Pass., Sch.Ar.Pl.507.
German (Pape)
[Seite 1368] überreden, überzeugen, Luc. Charid. 16.
French (Bailly abrégé)
persuader, déterminer.
Étymologie: κατά, πείθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πείθω overtuigen.
Russian (Dvoretsky)
καταπείθω: убеждать, увещевать Luc.
Greek Monolingual
(AM καταπείθω)
(επιτ. τ. του πείθω)
1. πείθω κάποιον πλήρως
2. μέσ. καταπείθομαι
πείθομαι, πιστεύω σε κάποιον.
Greek Monotonic
καταπείθω: μέλ. -πείσω, πείθω εντελώς, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπείθω: μέλλ. -πείσω, ἐντελῶς πείθω, Λουκ. Χαρίδ. 16, Γραμμ., καὶ «καταπέποιθα· κατατεθάρρηκα» Ἡσύχ.