αἰγίλωψ
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
[ῐ], ωπος, poet. οπος Nic.Th.857, ὁ,
A haver-grass, Aegilops ovata, Thphr.CP5.15.5, Ph.Bel.89.3, Dsc.4.137. II Turkey oak, Quercus Cerris, Thphr.HP3.8.2. III ulcer in the eye, lachrymal fistula, Cels.7.7, Dsc.4.70, Gal.UP10.10. IV a bublous plant, plin.HN19.95.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίλωψ: [ῐ], ωπος, ποιητ. οπος, Νικ. Θ. 857, ὁ, εἶδος βρόμου (βρόμης κοινῶς), ἄγριος βρόμος, Λατ. avena sterilis, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 15, 15. ΙΙ. εἶδος δρυὸς μετὰ γλυκέος καρποῦ, ἄλλη γραφὴ ἐν Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 8, 2. ΙΙΙ. ἀπόστημα ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, δακρυοῦχος σῦριγξ, Διοσκ. 4. 71.