τριβώνιον
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
τό, small cloak, dim. of τρίβων (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit manteau grossier, vêtement misérable.
Étymologie: τρίβων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριβώνιον -ου, τό, demin. van τρίβων, manteltje.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβώνιον: τό Arph., Lys., Luc. = τρίβων II, 2.
Greek Monotonic
τρῐβώνιον: τό, υποκορ. του τρίβω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· τριβώνιον ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριβώνιον· πάλλιον, περιβόλαιον» - «φόρημα κυνικόν, ἱμάτιον παλαιὸν» Σουΐδ.
Middle Liddell
τρῐβώνιον, ου, τό, [Dim. of τρίβων, Ar.]