διαληπτέον

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαληπτέον Medium diacritics: διαληπτέον Low diacritics: διαληπτέον Capitals: ΔΙΑΛΗΠΤΕΟΝ
Transliteration A: dialēptéon Transliteration B: dialēpteon Transliteration C: dialipteon Beta Code: dialhpte/on

English (LSJ)

A one must divide, τὰς ἐπιστήμας Pl.Plt. 258b; δ. ὡς.. we must distinguish and say that... Arist.Pol.1290b9.
II one must hold an opinion, form a judgement, τὸ παραπλήσιον δ. περί τινος Plb.6.44.1, 11.25.3.
III one must discuss, treat, Porph.Abst. 1.57.

Spanish (DGE)

1 hay que dividir, hay que distinguir τὰς ἐπιστήμας Pl.Plt.258b, δ. ὡς ... Arist.Pol.1290b9, δ. δὲ περὶ αὐτῶν ὧδε hay que hacer las siguientes distinciones sobre estos (sueños), Artem.1.2.
2 hay que mantener una opinión τὸ παραπλήσιον καὶ περὶ τῆς Ἀθηναίων πολιτείας Plb.6.44.1, cf. 11.25.3.
3 hay que discutir, tratar τίνα δ. περὶ παιδοποιίας Clem.Al.Paed.2.10.1 (tít.), cf. Strom.2.23.137, 3.5.40, A.D.Pron.35.15, D.C.Epit.Xiph.35.6, Aristid.Quint.53.9, ἀπ' ἄλλης ἀρχῆς τὰ περὶ τῶν θυσιῶν Porph.Abst.1.57.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαληπτέον, adj. verb. van διαλαμβάνω men moet verdelen.

Russian (Dvoretsky)

διαληπτέον: adj. verb. к διαλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

διαληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαλαμβάνω, πρέπει τις νὰ δαιρέσῃ, τὰς ἐπιστήμας Πλάτ. Πολιτ. 258Β· δ. ὡς..., πρέπει τις νὰ διακρίνῃ..., Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 5. ΙΙ. πρέπει τις νὰ συζητήσῃ ἢ πραγματευθῇ, Πολύβ. 6. 44, 1.

Greek Monotonic

διαληπτέον: ρημ. επίθ. του διαλαμβάνω, πρέπει να διακρίνουμε, σε Πλάτ.