δημιοεργός
From LSJ
εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country
English (LSJ)
δημιοεργόν, poet. for δημιουργός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 562] ion. u. p. = δημιουργός, w. m. s.; ὄρθρος, der die Arbeit fördernde Morgen, H. h. Merc. 98.
French (Bailly abrégé)
v. δημιουργός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημιοεργός -όν, zie δημιουργός.
Russian (Dvoretsky)
δημιοεργός: ὁ эп. = δημιουργός.
Greek (Liddell-Scott)
δημιοεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δημιουργός, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
(ϝέργον): worker for the community, craftsman; of the seer, physician, joiner, bard, Od. 17.383 ff.
Greek Monotonic
δημιοεργός: -όν, ποιητ. αντί δημιουργός.