Θαλῆς
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ὁ, gen. Θάλεω, dat. Θαλῇ, acc. Θαλῆν; gen. also Θαλοῦ Str. 1.1.11; and in Poets Θάλητος, acc. Θάλητα, Call.Fr.94, 96, Epigr. ap. D.L.1.34, 39:—Thales of Miletus, Hdt.1.74, etc.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ) :
Thalès de Milet, philosophe, l'un des Sept-Sages.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Θᾰλῆς: и Θάλης, gen. Θάλεω и Θάλητος, поздн. Θαλοῦ ὁ (dat. Θαλῇ и Θάλητι, acc. Θαλῆν, поздн. Θάλην и Θαλῆ) Фалес
1 родом из Милета, философ ионической школы, один из «семи мудрецов», VII-VI вв. до н. э. Her., Plat., Arst. etc.;
2 Θάλης, Θάλητος поэт. современник Гесиода.
Greek (Liddell-Scott)
Θᾰλῆς: ὁ, γεν. Θάλεω, δοτ. Θαλῇ, αἰτιατ. Θαλῆν· προσέτι γεν. καὶ Θαλοῦ, Στράβων 7· καὶ παρὰ ποιηταῖς Θάλητος, κτλ., Καλλ. Ἀποσπ. 94, 96, Ἐπιγράμμ. ἐν Διογ. Λ. 1. 34, 39· - Θαλῆς ὁ ἐκ Μιλήτου φιλόσοφος, Ἡρόδ. 1. 74, κτλ.
Greek Monotonic
Θᾰλῆς: ὁ, γεν. Θάλεω, δοτ. Θαλῇ, αιτ. Θαλῆν· Θαλής ο Μιλήσιος, σε Ηρόδ.