βούλιμος
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ὁ, = βουλιμία, Id.2.693f, Erasistr. ap. Gell.16.3.9, Sor.2.4, etc.; β. ἐσθ' ἅνθρωπος Alex.135.17.
Spanish (DGE)
(βούλῑμος) -ου, ὁ hambre feroz β. ἐσθ' ἅνθρωπος este hombre es el hambre misma Alex.140.17, cf. Erasistr.284, Gal.4.485, Plu.2.693f, Sor.96.17, Phot.β 235.
• Etimología: Comp. interpr. a partir de βου- prefijo aumentativo cuyo origen sería *gu̯ou- ‘buey’ y λιμός q.u.
German (Pape)
[Seite 458] ὁ, = βουλιμία, Plut. Symp. 6, 8; Medic.; βούλιμός ἐσθ' ἅνθρωπος Alex. Ath. IV, 164 b (v. 17).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
boulimie, faim dévorante.
Étymologie: βου-, λιμός.
Russian (Dvoretsky)
βούλῑμος: ὁ Plut. = βουλιμία.
Greek (Liddell-Scott)
βούλῑμος: ὁ, =βουλιμία, Ἄλεξ. Λιν. 1. 17, Πλούτ. 2. 693F.
Greek Monolingual
βούλιμος, ο (Α)
η βουλιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (επιτατικό) βου- < βους (πρβλ. βούβρωστις, βούπεινα) + λιμός.