γροσφομάχος

From LSJ
Revision as of 11:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γροσφομάχος Medium diacritics: γροσφομάχος Low diacritics: γροσφομάχος Capitals: ΓΡΟΣΦΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: grosphomáchos Transliteration B: grosphomachos Transliteration C: grosfomachos Beta Code: grosfoma/xos

English (LSJ)

γροσφομάχον, fighting with the γρόσφος, οἱ γ., = Lat. velites, Plb.1.33.9, 6.21.7.

German (Pape)

[Seite 507] mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.

Russian (Dvoretsky)

γροσφομάχος: ὁ (лат. veles) копейщик, легковооруженный солдат Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

γροσφομάχος: -ον, ὁ μετὰ γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ., οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9., 6. 21, 7· πρβλ. γροσφοφόρος.

Greek Monolingual

γροσφομάχος, -ον (Α)
Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + -μάχος < μάχομαι.