δαπάνησις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
-εως, ἡ, consuming, devouring, Aristeas 146.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de consumir τὴν τροφὴν ἔχοντα δαπάνησιν τῶν προειρημένων ἡμέρων (πτηνῶν) que se alimentan devorando las (aves) domésticas mencionadas Aristeas 146
•consunción ῥοιάς ἐστι τῆς ἐγκανθίου σαρκὸς δ. ᾗ τὸ δάκρυον ἀπορρεῖ Gal.19.437.
2 cuenta de gastos κράτησον τὴν ἐπιστολὴν εἰς δαπάνησίν σου Stud.Pal.20.125.3 (V d.C.) en ZPE 76.1989.112.
German (Pape)
[Seite 522] ἡ, das Aufwenden, Aufwand, Arist. bei Euseb. praep. ev. 372 c.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπάνησις: εως ἡ расходование, издержки Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δαπάνησις: -εως, ἡ, δαπάνη, ἔξοδον, Εὐσ. Ε. Π. 372C.
Greek Monolingual
δαπάνησις, η (AM δαπανώ
το να δαπανηθεί ή να καταναλωθεί κάτι.